παρεφάπτομαι

παρεφάπτομαι
Α
1. αγγίζω κάτι ελαφρά, μόλις που τό αγγίζω
2. μτφ. θίγω ένα θέμα, αναφέρομαι σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”